Διοργάνωση Ημερίδας με θέμα:"Κρίση και Θεσμοί"
Ημερίδα με θέμα «Κρίση και Θεσμοί», πραγματοποιήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2010 στο αμφιθέατρο της Γ.Α.Δ.Α., τη δεύτερη ημέρα του Πανελλήνιου Τακτικού Συνεδρίου της Π.Ο.ΑΞΙ.Α., με εισηγητές τους πανεπιστημιακούς καθηγητές κ.κ. Νίκο Αλιβιζάτο και Γιάννη Πανούση, καθώς και την Υπαστυνόμο Α’, Ψυχολόγο κ. Βασιλική Χριστοδούλου.
Τις εργασίες της Ημερίδας παρακολούθησαν πέραν των συνέδρων, Δόκιμοι Υπαστυνόμοι της Σχολής Αξιωματικών, σπουδαστών των Σχολών Τ.Ε.Μ.Α. και Εθνικής Ασφαλείας, εκπρόσωποι μαζικών φορέων και πολιτικών κομμάτων, συνεργάτες του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη και συνάδελφοι μέλη της Ομοσπονδίας.
Ειδικότερα, την πρώτη θεματική ενότητα «Υπάρχει δικαίωμα στην ασφάλεια;» ανέπτυξε ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Νίκος Αλιβιζάτος, ο οποίος, δίνοντας μια προσωπική ερμηνεία στο ερώτημα αυτό, υποστήριξε ότι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί η ασφάλεια ως αυτοτελές δικαίωμα, συνταγματικά κατοχυρωμένο. Κατά την άποψή του δικαίωμα στην ασφάλεια, ως τέτοιο, δεν υπάρχει. Υπάρχουν, εν τούτοις, τέσσερις διατάξεις του Συντάγματος, οι οποίες μιλούν για προστασία από το κράτος και κατ’ επέκταση από την Αστυνομία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ζωής, της τιμής, της ελευθερίας, της υγείας και της ιδιοκτησίας. Είναι, πρόσθεσε, δυσκολοπροσδιόριστο το Δικαίωμα στην ασφάλεια, το να μην αισθάνομαι άγχος, να αισθάνομαι ασφαλής γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι, να υπάρχουν φώτα στο δρόμο, να υπάρχουν αστυνομικές περιπολίες, τα προφανή δηλαδή, αλλά ο καθένας την ασφάλεια για τον εαυτό του την προσδιορίζει διαφορετικά και γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολο να αναγνωρίσουμε τέτοιο δικαίωμα.
«Νομίζω ότι αφετηρία πρέπει να είναι η εξής: σκοπός του κράτους και της Αστυνομίας φυσικά, κατ’ επέκταση, είναι η ειρηνική συμβίωση των πολιτών, εν ελευθερία. Και φυσικά, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη δυνατή δικαιοσύνη και αλληλεγγύη. Δεν μπορείς να φτάσεις σ’ αυτό το σκοπό χωρίς ασφάλεια. Δηλαδή, η ασφάλεια, είναι το μέσον για την επίτευξη του σκοπού. Δεν μπορούμε κατά την προσωπική μου γνώμη, όπως καμιά φορά γίνεται επιπολαίως – να πούμε η ελευθερία από τη μία μεριά, η ασφάλεια από την άλλη. Σκοπός της δημοκρατικής πολιτείας φυσικά, είναι αυτή η ειρηνική συμβίωση εν ελευθερία, η οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί, επαναλαμβάνω, χωρίς την ασφάλεια. Δηλαδή, η ασφάλεια είναι ο αναγκαίος όρος για να μπορέσουμε να ζήσουμε αξιοπρεπώς, σύμφωνα με όλα όσα λέει το Σύνταγμα, σαν ελεύθεροι και υπεύθυνοι άνθρωποι».
Επίσης, παρέθεσε παραδείγματα παραβίασης ατομικών δικαιωμάτων εκ μέρους της Αστυνομίας που επέφεραν καταδίκες από τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια, ανέδειξε το νομοθετικό έλλειμμα όσον αφορά τη χρήση των όπλων και την αστυνομική επέμβαση για την αντιμετώπιση συναθροίσεων που παρεκτρέπονται, αλλά και την προβληματική εφαρμογή των καμερών ασφαλείας.
Ενδιαφέρον προκάλεσε και η αναφορά του στην νομολογία του Αρείου Πάγου ότι «το κράτος ευθύνεται για παράνομες όχι μόνο πράξεις, αλλά και παραλείψεις, όλων των οργάνων του».
«Η παράλειψη των αστυνομικών οργάνων είναι παράνομη, αφού αποτελεί παραβίαση της γενικής αστυνομικής υποχρέωσης, για προστασία μεταξύ άλλων και της περιουσίας των πολιτών. Δεν πρόκειται για διακριτική ευχέρεια της Αστυνομίας, δεν εναπόκειται στην κρίση της Αστυνομίας αν θα πάει ή αν δεν θα πάει, αλλά για υποχρέωση», τόνισε.
Τη δεύτερη θεματική ενότητα «Οικονομική κρίση και εγκληματικότητα» ανέπτυξε ο καθηγητής Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Πανούσης Γιάννης, ο οποίος αναφέρθηκε αρχικά στα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008, τονίζοντας ότι ήταν ένας τρισυπόστατος Δεκέμβρης, καθώς είχαμε να κάνουμε με ένα δικαιολογημένο θυμό και οργή, από την άλλη με πλιάτσικο από κοινωνικά αποκλεισμένους ανθρώπους και τρίτο με την αμφισβήτηση της κρατικής υπόστασης, ως της δύναμης εκείνης που επιβάλλεται να παρεμβαίνει για την διατήρηση της τάξης.
Επέστησε δε την προσοχή όσων εξαγάγουν εύκολα συμπεράσματα, λέγοντας ότι η περίοδος εκείνη αξιοποιήθηκε για τη στρατολόγηση νεαρών παιδιών από το να σπάζουν ένα τζάμι στο να δολοφονούν, στην τρομοκρατία ή στο κοινό έγκλημα.
Η αστυνομία, τόνισε, είναι θεσμός της Δημοκρατίας που όμως στη χώρα μας δεν έχει βρεί ακόμα την ισορροπία της ανάμεσα στην απουσία και στην υπερπαρουσία των αστυνομικών, καθώς κινούμαστε εν έτει 2010 με όρους του Εμφυλίου. Σε ό,τι αφορά τις κάμερες, μίλησε για περίσσευμα υποκρισίας καθώς Κόμματα, δικηγόροι, γιατροί, κοσμηματοπωλεία, αεροδρόμια, πρεσβείες, κλπ, όλη η Ελλάδα είναι μία κάμερα, ενώ μία κάμερα στο δρόμο, προκαλεί τα ανακλαστικά της ελευθερίας και της δημοκρατίας. «Είναι άλλο πράγμα ο δημοκρατικός έλεγχος, που είμαι υπέρ, και αν θέλετε, εγώ έχω γράψει και ότι είμαι υπέρ ενός Εθνικού Συμβουλίου Αστυνομίας και Αστυνόμευσης, με εκπροσώπους των κομμάτων, του Συνηγόρου του Πολίτη, που να ελέγχουν τα όρια του συστήματος και είναι άλλο πράγμα η υποκρισία που υπάρχει σε σχέση με τις κάμερες». Στη συνέχεια, αναφερόμενος στην παρατηρούμενη στη χώρα μας κοινωνική απειθαρχία και στην απαίτηση διαφύλαξης του κοινωνικού ιστού, τόνισε ότι δεν υπάρχει δημοκρατία, ελευθερία και κοινωνία χωρίς όρια. Είναι αδύνατον στη χώρα μας να έχουμε όλοι δίκιο, ενώ θα πρέπει να τίθενται όρια και εφόσον αυτά τίθενται, πρέπει να τηρούνται από όλους.
Όσον αφορά τη σχέση οικονομική κρίση και εγκληματικότητα, προσεγγίζοντάς την από επιστημονική σκοπιά είπε: «δεν είναι δυνατόν να ακούω σήμερα από συναδέλφους, από εγκληματολόγους, ότι αφού υπάρχει φτώχεια, να μην κλέψει ο φτωχός; Αυτό δεν βγαίνει από έρευνες, δεν βγαίνει από κοινωνική εμπειρία, δεν βγαίνει από πουθενά. Ότι αν έχουμε στη χώρα μας ένα εκατ. ανέργους, έχουμε στη χώρα μας ένα εκατ. δυνάμει κλέφτες, ας πούμε, ή δυνάμει εγκληματίες. Πράγματι, μπορούμε να δούμε το έγκλημα σε περιόδους οικονομικής κρίσης από τα κάτω, και να το δούμε και από τα πάνω. Αλλά πρέπει να δούμε τους όρους κάτω από τους οποίους μεταφέρεται από το γενικό στο ειδικό και από το ειδικό στο ατομικό».
«Φτωχοί και πλούσιοι, υπήρχαν πάντοτε. Όμως, είχαν το αίσθημα του συνανήκειν. Εμείς οι παλιότεροι, βλέπαμε τις ταινίες τις ελληνικές, η αυλή όπου ο καθένας μοίραζε τη φτώχεια του και την χαρά του με τον πλαϊνό του, υπήρχε η κουλτούρα του φτωχού. Αυτό έχει τελειώσει. Σήμερα ο φτωχός θέλει να επιβιώσει μόνος του, δεν θέλει να ζήσει με τον πλαϊνό του μαζί. Και εν πάση περιπτώσει, αρχίζει να μην πιστεύει σε κοινές αξίες, σε κοινή πορεία, σε κοινή μοίρα. Η Ελλάδα δηλαδή είναι μία χώρα που ζούμε όλοι, αλλά ζούμε σε διαφορετικούς κόσμους, σε ίδια χώρα αλλά σε διαφορετικούς κόσμους. Αυτό συμβαίνει και στην Αθήνα, στην ίδια πόλη, αλλά σε διαφορετικές συνθήκες, δηλαδή μία πόλη κομμένη στα τρία ή στα τέσσερα».
Ο κ. Πανούσης επισήμανε επίσης ότι «άλλος παράγει τον κίνδυνο και άλλος τον υφίσταται τον κίνδυνο» ενώ σιγά-σιγά, αρχίζει μία ομάδα συνανθρώπων μας, να αποκτά πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση και να πείθεται ότι θα βρει έναν δικό της δρόμο για να επιβιώσει. Και πολλές φορές, αυτός ο δρόμος είναι το έγκλημα. Τα εγκλήματα επιβίωσης είναι μπροστά μας!
Πάμε λοιπόν σε μία κοινωνική πόλωση, μία ποινικοποίηση της φτώχειας, γιατί εκ των πραγμάτων ο φτωχός κάπως θα κουνηθεί για να επιβιώσει, θα έχουμε μία αύξηση της καταστολής, μία αύξηση της έννοιας του επικινδύνου, και τελικά, αντί να κάνουμε πόλεμο κατά της φτώχειας, θα κάνουμε πόλεμο κατά των φτωχών. Και αυτό, νομίζω, είναι λάθος.
Στη συνέχεια ανέπτυξε και άλλες νέες μορφές εγκληματικότητας (εγκλήματα business, εγκλήματα κερδοσκοπίας, εγκλήματα των λευκών κολάρων και της επιχειρηματικής μαφίας κλπ), τονίζοντας ότι οι μαφίες είναι πολυεθνικές εταιρείες, που δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς πολιτική διαφθορά. «Και στην διαφθορά δεν έχουμε συμφωνήσει ως τώρα, τι είναι διαφθορά. Η μικρή, η μεγάλη, η άσπρη, η γκρίζα, η μαύρη;
Πάντα διαφθορά είναι η διαφθορά του άλλου, δεν είναι η δική μας. Αυτή νομιμοποιείται σιγά-σιγά, διότι το πρόβλημα δεν είναι αν έχεις διεφθαρμένους, πάντα ατομικά κάποιος μπορεί να είναι διεφθαρμένος, μπορεί να είναι παράνομος. Το ζήτημα είναι να μη θεωρεί ότι δικαιούται τη διαφθορά, «με τέτοιο μισθό, μου έκοψες και 300 ευρώ; Ε, θα πάρω φακελάκι. Δεν δικαιούται κανένας την διαφθορά».
Κλείνοντας την τοποθέτησή του, αναφέρθηκε στην κοινωνική κρίση που έρχεται, προβλέποντας ότι οδηγούμαστε σε περισσότερο άνιση και περισσότερο άδικη κατανομή των κοινωνικών κινδύνων, με συνέπεια μια απρόβλεπτη και χαοτική πολιτική έκρηξη και μάλιστα χωρίς ως κοινωνία να συζητάμε πώς θα βοηθήσει ο ένας τον άλλο: «τι θα κάνουμε;
Γιατί δεν δημιουργούμε δίκτυα, όχι κρατικής προστασίας, αν δεχτούμε ότι το κράτος είναι περίεργο, αλλά κοινοτικής προστασίας, συνδικαλιστικής προστασίας; Δεν ξέρω. Ομπρέλες, έχουμε ανάγκη από ομπρέλες». Το «έκρηξη», τόνισε, μπορείς να το δεις και εκ-ρήξη, δηλαδή πολλά επίπεδα ρήξεων, και φοβάμαι ότι η διαχείριση της κοινωνικής ανασφάλειας και των αποκλεισμών, θα είναι ένα ουσιώδες τμήμα του πολιτισμού και του δικαίου στο μέλλον.
Στην τελευταία θεματική ενότητα με θέμα Οικονομική κρίση, ψυχολογικές επιπτώσεις σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, η Αστυνόμος Α’, Ψυχολόγος κ. Βασιλική Χριστοδούλου, αναφέρθηκε στη γενική διαπίστωση ότι η οικονομική αποσταθεροποίηση προκαλεί την ψυχική αποσταθεροποίηση, καθώς «η οικονομική κρίση φέρνει ανεργία, αν όχι ανεργία, φέρνει μείωση εισοδήματος, μείωση των κρατικών δαπανών για πάρα πολλούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών για τον τομέα της υγείας. Γιατί σε μία περίοδο οικονομικής κρίσης, η υγεία του πληθυσμού είναι σαφέστατα πιο ευάλωτη, τόσο η σωματική όσο και η ψυχική. Και γενικότερα, όλα αυτά δημιουργούν μία έκπτωση στην ποιότητα ζωής».
Στη συνέχεια παρέθεσε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι «οι άνθρωποι που βρίσκονται σε οικονομική κρίση, έχουν πενταπλάσιες πιθανότητες για αγχώδεις διαταραχές, έχουν τριπλάσιες πιθανότητες να πάθουν κατάθλιψη, έχουν διπλάσιες πιθανότητες για αλκοολισμό, έχουν τριπλάσιες πιθανότητες να εκδηλώσουν ακόμα και ψύχωση, και τετραπλάσιες πιθανότητες χρήσης αντικαταθλιπτικών και αγχολυτικών ουσιών.
Η οικονομική κρίση «δολοφονεί»; Υπάρχουν ποσοστά θνησιμότητας στους ανέργους, όχι στους φτωχούς, στους εξαθλιωμένους, στους ανέργους, τα οποία αγγίζουν το 25%, όσον αφορά τη σύγκριση της δικής τους θνησιμότητας με τους υπόλοιπους ανθρώπους», ενώ παρατηρείται και κατακόρυφη αύξηση των περιστατικών αυτοκτονίας.
Η οικονομική κρίση όμως, πλήττει και το σύστημα της οικογένειας, το θεσμό της οικογένειας, γιατί μία οικονομική αναστάτωση θα φέρει κατ’ αρχάς διαφοροποίηση στις συνθήκες διατροφής και ανατροφής των παιδιών. Έχουν ήδη κατά καιρούς ειπωθεί και πέρα από τις οικονομικές κρίσεις, ότι η κοινωνική τάξη, η κάθε κοινωνική τάξη δημιουργεί διαφορετικούς ανθρώπους.
Η βιβλιογραφία έχει καταδείξει, επίσης, ότι προκαλείται συζυγική δυσαρμονία, γι’ αυτό και τα διαζύγια σε περιόδους οικονομικών κρίσεων αυξάνονται, ενώ σε επίπεδο γονικής στάσης, έχει φανεί ότι όλος αυτός ο κυκεώνας προβλημάτων, οδηγεί σε μία αλλοπρόσαλλη στάση των γονέων απέναντι στα παιδιά τους.
Τέλος, κλείνοντας την εισήγησή της έθεσε το ερώτημα αν διερωτόμαστε κατά πόσο είναι δίκαιη η οικονομική κρίση, κατά πόσο ευθυνόμαστε κι εμείς και αν δεν φταίμε, γιατί δεν αντιδρούμε και επικαλέστηκε γι’ αυτό το γεγονός ότι δεν ισχύει η θεωρία της ψυχολογικής αναδραστικότητας, διότι το άτομο, λόγω των γενικότερων συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί στην κοινωνία μας, θεωρεί ότι κάποιος άλλος μπορεί να αντιδράσει αντί γι’ αυτόν.
Τέλος, οι εισηγητές απάντησαν σε ερωτήματα συναδέλφων, εμπλουτίζοντας τον προβληματισμό που αναπτύχθηκε πάνω στα επίκαιρα ζητήματα των εισηγήσεών τους.