Ομιλία Προέδρου Π.Ο.ΑΞΙ.Α. κ. ΓΕΩΡΓΑΤΖΗ Δημ. στο 15ο Ετήσιο Τακτικό Συνέδριο Αντιπροσώπων - 1 & 2/11/2007
Ομιλία Προέδρου της Π.Ο.ΑΞΙ.Α.
κ. Δημήτρη Γεωργατζή στο 15ο συνέδριο
Κύριε υπουργέ,
Εκλεκτοί προσκεκλημένοι μας
Αγαπητοί συνάδελφοι και συναδέλφισσες
Εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου της Ομοσπονδίας μας σας καλωσορίζουμε στο 15ο ετήσιο τακτικό συνέδριό μας και σας ευχαριστούμε ιδιαίτερα για την τιμή που μας κάνετε να είστε εδώ σήμερα μαζί μας.
Το 15ο συνέδριο πραγματοποιείται λίγο μετά τις εθνικές εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου 2007, στην αρχή δηλαδή της νέας θητείας της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Είναι σύμπτωση, αλλά το σημειώνουμε αυτό διότι ως συνδικαλιστές, πρέπει να βλέπουμε τι συμβαίνει γύρω μας, να παρακολουθούμε τις εξελίξεις και ανάλογα να χαράζουμε την πορεία της Ομοσπονδίας μας.
Θέλω να υπενθυμίσω εδώ, την πολλές φορές εξαγγελθείσα αλλά μέχρι σήμερα μη πραγματοποιηθείσα υπόσχεση για αύξηση του βασικού μισθού του Ανθυπολοχαγού κατά 140 ευρώ πέραν της εισοδηματικής πολιτικής.
Στο διάστημα που μεσολάβησε από το προηγούμενο συνέδριο υπήρξαν γεγονότα που ταλαιπώρησαν τον αστυνομικό οργανισμό, υπήρξαν άλλα που δικαίωσαν τον αγώνα μας και κάποια άλλα που αναπτέρωσαν τις ελπίδες μας. Στο διοικητικό απολογισμό που θα γίνει από τον γενικό γραμματέα της Ομοσπονδίας θα γίνουν εκτενέστερες αναφορές για όλα αυτά τα θέματα.
Επιτρέψτε μου, όμως, να αναφερθώ στο σημείο αυτό σε ορισμένα κεντρικά ζητήματα, καθοριστικά για την πορεία του Σώματος.
Α) Είναι γνωστό και δεν κομίζω γλαύκαν εις Αθήνας, αν σας υπενθυμίσω ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχουν συντελεστεί μεγάλες ανατροπές και αλλαγές στο ευρύτερο κοινωνικο-οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον, αλλά και στο εσωτερικό της χώρας μας. Ζούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης - με τα υπέρ και τα κατά της, καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε την ποσοτική και ποιοτική διαφοροποίηση της ποικιλόμορφης εγκληματικότητας και των ασύμμετρων απειλών.
Ένα νέο περιβάλλον ασφάλειας έχει διαμορφωθεί παγκοσμίως, ιδίως μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες και ουδείς σοβαρός αναλυτής μπορεί πλέον να το παραβλέπει. Η έννοια της ασφάλειας έχει αποκτήσει βαρύνουσα σημασία τόσο στην κρίση των πολιτών, όσο και στις αποφάσεις των εκάστοτε κυβερνώντων, ανεξαρτήτως πολιτικού συστήματος και ιδεολογίας. Οι μηχανισμοί ασφαλείας παγκοσμίως – όχι πως στο παρελθόν, δεν είχαν σημαίνοντα ρόλο, αλλά στις μέρες είναι ηλίου φαεινότερον ότι έχουν αναδειχθεί σε κυρίαρχους παίκτες του παιγνιδιού και κάνουν ολοένα και περισσότερο ορατή την λειτουργία και δράση τους. Οι μηχανισμοί ασφαλείας ξεφεύγουν από τις παραδοσιακές δομές των κρατικών, δημόσιων αστυνομικών υπηρεσιών και καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών και δραστηριοτήτων, από τις πιο αθώες ιδιωτικές εταιρείες ασφαλείας μέχρι και τα πλέον σύγχρονα ηλεκτρονικά και δορυφορικά συστήματα συλλογής πληροφοριών και γεωγραφικών δεδομένων. Το οργουελικό κράτος, όπως το είχε περιγράψει ο θρυλικός συγγραφέας ήδη μοιάζει ξεπερασμένο στις μέρες μας και το ερώτημα είναι πού θα οδηγήσει τελικά αυτή η ραγδαία ανάπτυξη στον ευαίσθητο τομέα της ασφάλειας.
Β) Είναι φανερό ότι ως αστυνομικός Οργανισμός και πρωτίστως εμείς ως συνδικαλιστές εκπρόσωποι των αξιωματικών που στελεχώνουν τον δημόσιο φορέα της αστυνομικής κρατικής εξουσίας στη χώρα μας, πρέπει να αγωνιούμε για αυτήν την γιγάντωση των μηχανισμών ασφαλείας. Όχι επειδή μας τρομάζουν τα «μεγέθη», αλλά επειδή αυτή η γιγάντωση δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπονομεύει τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών. Είναι γνωστή η προβληματική που αναπτύσσεται για το καίριο αυτό ζήτημα και δεν θα το αναλύσω. Θα το συνδυάσω όμως με την ιστορική θα έλεγα απόφαση της κυβέρνησης να καταργήσει το υπουργείο Δημόσιας Τάξης ως «αυτοτελή» κυβερνητικό φορέα και να υπαγάγει το όλο πλέγμα των υπηρεσιών και τη φιλοσοφία που τις διέπει στο υπουργείο Εσωτερικών.
Πρόκειται για μια σημαντική απόφαση, αναμενόμενη έως ένα βαθμό από πολλούς. Πολύ πριν από τις εκλογές είχε τεθεί αυτό το θέμα από στελέχη του κυβερνώντος κόμματος, αλλά και από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Είναι αλήθεια ότι ως Ομοσπονδία δεν είχαμε αναδείξει αυτήν την αναγκαιότητα, την κατάργηση δηλαδή του ισχύοντος μέχρι πρότινος σχήματος με ένα ξεχωριστό υπουργείο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.
Τα δραματικά γεγονότα της 11/9 στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον με τις αεροπορικές επιθέσεις και τις ΗΠΑ σε καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, με την ισλαμική τρομοκρατία να απειλεί έκτοτε το παγκόσμιο στερέωμα, όλα αυτά και πολλά άλλα, είχαν κάνει πολλούς να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους για την πολιτική ασφαλείας. Πέρα από την επίσημη πολιτική των κυβερνήσεων των ΗΠΑ για την απόλυτη και με κάθε τίμημα ενίσχυση των μηχανισμών ασφαλείας εντός κι εκτός αμερικανικού εδάφους, υπήρξαν πολλοί αναλυτές και διεθνολόγοι οι οποίοι τάχθηκαν υπέρ της δημιουργίας ξεχωριστών πολιτικών δομών για την εφαρμογή της πολιτικής ασφαλείας σε μια χώρα. Υπήρξε δηλαδή η άποψη ότι έπρεπε να ιδρυθούν ξεχωριστά υπουργεία Δημόσιας Τάξης ακόμα και εκεί που δεν υπήρχαν, σε χώρες της Ασίας και της Αμερικής και φυσικά στην Ευρώπη, όπου ο κίνδυνος της ισλαμικής απειλής εξακολουθεί να προκαλεί δέος.
Στην αντίπερα όχθη, βεβαίως, αναπτύχθηκε μια άλλη «φιλοσοφία» η οποία σταδιακά επικράτησε και σε πολιτικό επίπεδο, στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ναι στην αυστηροποίηση των μέτρων και των συστημάτων ασφαλείας, ναι στη δημιουργία νέων επιχειρησιακών μονάδων και υποδομών, όχι όμως στην ανατροπή του «ευρωπαϊκού κεκτημένου», του σεβασμού δηλαδή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκείνων εκ των πολιτών που θεωρούνται από τις διωκτικές υπηρεσίες, ως ύποπτοι τέλεσης εγκληματικών ενεργειών, είτε εκείνων που δεν έχουν καμία σχέση με την παραβατικότητα και διάγουν έναν έντιμο και ενάρετο βίο και οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν έχουν συμφιλιωθεί με την ιδέα των εύκολων αστυνομικών ελέγχων και της διατάραξης της «οικιακής ειρήνης» για …ψύλλου πήδημα.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το είδαμε αυτό και από την πρόσφατη τοποθέτηση του υπουργού Εσωτερικών κ. Προκόπη Παυλόπουλου στο συμβούλιο υπουργών Εσωτερικών στην Λισαβόνα, επικρατεί η αντίληψη ότι οι διωκτικές υπηρεσίες δεν μπορούν και δεν πρέπει να λειτουργούν αποκομμένες από τις κοινωνίες. Επιβάλλεται να αναπτύξουν δεσμούς φιλίας και συνεργασίας με τις τοπικές κοινωνίες, χάριν των οποίων εν τέλει υπάρχουν και λειτουργούν.
Είναι μια νέα αντίληψη για το ρόλο της Ελληνικής Αστυνομίας, με την έννοια ότι η κυβέρνηση αυτή τη φορά επιδιώκει την ενδυνάμωση του αστυνομικού θεσμού με τη συνεργασία της αστυνομίας με τον υπόλοιπο κρατικό μηχανισμό και ιδίως με τους οργανισμούς της τοπικής και της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης.
Γ) Η ενοποίηση των δυο υπουργείων, σηματοδοτεί κατά την άποψή μας λοιπόν μια νέα ιστορική περίοδο. Πρέπει να γίνουν αλλαγές και πρέπει να γίνουν με σοβαρότητα και υπευθυνότητα για να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος. Υπάρχουν λιγοστά πορίσματα και ακόμα λιγότερες μελέτες για την Ελληνική Αστυνομία. Αυτές πρέπει να επικαιροποιηθούν και να αξιοποιηθούν σε βάθος χρόνου για την προώθηση των αναγκαίων αλλαγών, που θα είναι ρεαλιστικές και δεν θα αποτελούν μίμηση και μάλιστα κακή μίμηση ξένων μοντέλων και δομών αστυνόμευσης.
Έχουμε πείρα από ανάλογα πειράματα στο παρελθόν, τα οποία οδήγησαν σε παταγώδεις αποτυχίες περί την αναδιάρθρωση των αστυνομικών μας υπηρεσιών, αφού δεν στηρίχθηκαν στις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες και στα νέα εγκληματολογικά δεδομένα.
Εφόσον η κυβέρνηση ενδιαφέρεται πράγματι για μια ουσιαστική μεταρρύθμιση του θεσμού της Αστυνομίας πρέπει να λάβει υπόψη της ότι η σημερινή δημοκρατική κοινωνία δεν έχει καμία σχέση με τις δημοκρατικές κοινωνίες του παρελθόντος. Όχι διότι η έννοια της δημοκρατίας μπορεί να διευρύνεται και να επιμηκύνεται ως «λάστιχο», αλλά επειδή κάθε εποχή έχει τις δικές της «νόρμες» κοινωνικής ευαισθησίας, ελέγχου και συμμετοχής στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Κάθε εποχή και κάθε κοινωνία πρέπει να έχει την αστυνομία της…
Ποια αστυνομία, όμως;
Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η μεταρρύθμιση της Αστυνομίας είναι πολιτική πράξη, υπό την έννοια ότι επιδρά και επηρεάζει τη θέση και τα συμφέροντα πολλών και διαφορετικών ομάδων και ατόμων μέσα και έξω από την αστυνομία. Αυτό σημαίνει ότι είναι μία πράξη που απαιτεί συναίνεση από τους πολιτικούς, το κοινό και την ίδια την Αστυνομία.
Η προώθηση και η εφαρμογή αλλαγών πρέπει να συνάδει με τις εξελίξεις των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών της χώρας, πράγμα που σημαίνει μελέτη και ικανοποιητική γνώση τους.
Η αύξηση της βίας και της εγκληματικότητας, ο φόβος του εγκλήματος ή και ακόμη η εμπορευματοποίηση του αισθήματος ανασφάλειας των πολιτών δύνανται να κατευθύνουν τις αλλαγές μόνο με βάση κριτήρια αποδοτικότητας και ενδοσυστημικής αποτελεσματικότητας της Αστυνομίας, δηλαδή να επισκιάσουν άλλες σημαντικές παραμέτρους, όπως τη σχέση της με το κοινό, την ανάγκη δημοκρατικής λειτουργίας του θεσμού κ.λπ.
Κάθε πρόγραμμα αλλαγής πρέπει να βασίζεται στην πλήρη κατανόηση των σχέσεων μεταξύ των σκοπών που χρειάζεται να επιτευχθούν και των δράσεων που χρειάζεται να αναπτυχθούν. Αυτό σημαίνει ότι η προώθηση αλλαγών πρέπει να είναι ρεαλιστική.
Η διαχείριση και οργάνωση της μεταρρύθμισης μπορεί να γίνει από ειδικούς (managers, κοινωνικούς επιστήμονες κ.λπ.) σε συνεργασία όμως με την Αστυνομία. Σε αντίθεση με τους κοινωνικούς επιστήμονες, οι managers δεν διαθέτουν επιστημονική γνώση για τη λειτουργία και τα προβλήματα της οργάνωσης, ιδιαίτερα για τέτοιου τύπου οργανώσεις, γι’ αυτό πρέπει να λειτουργούν μαζί με τους υπόλοιπους ειδικούς και άμεσα ενδιαφερομένους.
Η προώθηση καινοτομιών πρέπει να δημιουργεί συνθήκες που ενθαρρύνουν και διευκολύνουν την εφαρμογή τους. Αυτό σημαίνει ενημέρωση, υποκίνηση, εκπαίδευση και έλεγχο. Επομένως, ο θεσμός της Αστυνομίας πρέπει να εργασθεί υπέρ της μεταρρύθμισης και όχι εναντίον της.
Η συμπεριφορά των αστυνομικών και η «κουλτούρα» που κυριαρχεί δεν αλλάζει με κανονιστικές μεταρρυθμίσεις και επεμβάσεις από τα ανώτατα κλιμάκια της ιεραρχίας της οργάνωσης, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες του προσωπικού, οι κοινωνικές εξελίξεις και οι σχέσεις των μελών της οργάνωσης με την κοινωνία».
Αν θέλουμε, εν κατακλείδι, να συμβάλλουμε για την αλλαγή σελίδας στην Ελληνική Αστυνομία, δεν πρέπει να βιαστούμε. Οι όποιες αποφάσεις επιβάλλεται να ληφθούν μετά από διάλογο και ώριμες σκέψεις, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν υπάρχει πλέον κανένα περιθώριο για νέα λάθη.
Δ) Βασικό σημείο αναφοράς της όποιας προσπάθειας για την αναζωογόνηση της Ελληνικής Αστυνομίας πρέπει ασφαλώς να είναι το ανθρώπινο δυναμικό της. Ο άνθρωπος αστυνομικός, η κινητήρια δύναμη του όλου συστήματος, είτε αυτός είναι αξιωματικός, είτε χαμηλόβαθμο στέλεχος. Είναι γνωστά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και οι προσπάθειες που καταβάλλουμε χρόνια τώρα για την εξάλειψή τους. Σχεδόν μονότονα επαναλαμβάνουμε στα συνέδριά μας, ότι για να έχουμε σωστή διαχείριση του προσωπικού πρέπει να δημιουργήσουμε σταθερούς - αντικειμενικούς κανόνες, οι οποίοι θα διέπουν την υπηρεσιακή κατάσταση του ανθρώπινου δυναμικού σε όλα τα κεφαλαιώδη ζητήματα των προσλήψεων και της εκπαίδευσης, των μεταθέσεων και των προαγωγών, των αμοιβών και των κονδυλίων που διατίθενται για την λειτουργία και ανάπτυξη του αστυνομικού οργανισμού.
Δυστυχώς από το προηγούμενο συνέδριο δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Σήμερα στο Σώμα η συντριπτική πλειοψηφία των αστυνομικών επιζητεί να υπηρετήσει σε ήσσονος σημασίας Υπηρεσίες και δυστυχώς το επιτυγχάνει με διάφορες μεθοδεύσεις γιατί το σύστημα τους το επιτρέπει.
Δεν είναι κατανοητό οι αστυνομικοί με τη έξοδό τους από τις Σχολές να τοποθετούνται σε γραφειοκρατικές ή άλλες δευτερεύουσες υπηρεσίες, πολλές από τις οποίες έχουν επιπλέον αποδοχές ή να διατίθενται για προστασία επισήμων προσώπων. Αυτά είναι νοσηρές καταστάσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν θαρραλέα διότι απομακρύνουν ουσιαστικά από την ενεργό αστυνομική δράση πολύτιμο δυναμικό και οδηγούν σε παραλυσία το Σώμα.
Το αστυνομικό προσωπικό πρέπει να νιώθει ότι η ισότητα είναι η κυρίαρχη αρχή που διέπει την υπηρεσιακή του διαδρομή, ότι πρέπει πρώτα να προσφέρει στις μάχιμες υπηρεσίες και μετά να γνωρίζει ότι με πρωτοβουλία της υπηρεσίας θα περάσει σε λιγότερο επίπονες υπηρεσίες.
Πρέπει να διαχειριζόμαστε το προσωπικό με επιείκεια, δικαιοσύνη, καλοσύνη, να σκύβουμε στα προβλήματά του, να κατανοούμε τις ανάγκες του, να συγχωρούμε τα λάθη του, να το εμπνέουμε, απαιτώντας παράλληλα το αυτονόητο, δηλαδή την υλοποίηση αυτού για το οποίο έχουμε ταχθεί, να διασφαλίζουμε το δικαίωμα των πολιτών να ζούνε να εργάζονται και να δημιουργούν σε ένα ασφαλές περιβάλλον.
Κυρίες και κύριοι,
Το διεκδικητικό μας πλαίσιο παραμένει σχεδόν στο σύνολό του σε ισχύ και γι’ αυτό δεν θα αναφερθώ εκτενώς σε αυτό. Ξεχωρίζω όμως τις εκκρεμότητες του μισθολογίου και του βαθμολογίου, την αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου, την αναδιάρθρωση των υπηρεσιών, την κάλυψη κενών οργανικών θέσεων και της εξέλιξης της Επετηρίδας και του νομοσχεδίου για την υγιεινή και την ασφάλεια το οποίο σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να πάρει τη μορφή της γκιλοτίνας για τους διοικούντες Αξιωματικούς. Σχετικά με την εξέλιξη της Επετηρίδας όπως έχει τονιστεί και στο προηγούμενο συνέδριο παρατηρούμε ότι οι Αξιωματικοί του Σώματος και ειδικά οι μεσόβαθμοι που αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά του, ασφυκτιούν από τη μακρόχρονη παραμονή στο βαθμό τους, βλέπουν να απομακρύνεται η προοπτική τους για περαιτέρω εξέλιξη και ήδη τα πρώτα σημάδια κορεσμού έχουν αρχίσει να εμφανίζονται. Ας δει κανείς τις αιτήσεις – αποστρατείες για τη φετινή χρονιά.
Θέλουμε να επισημάνουμε για να φτάσουν στα αυτιά των καλοπροαίρετων ή κακοπροαίρετων που προσπαθούν ή διαδίδουν για δήθεν κατάργηση των μισθολογικών προαγωγών τη συμμετοχή μας στα συμβούλια και στην ανατροπή του αντικειμενικού συστήματος μεταθέσεων ότι αυτό αποτελεί για την Ομοσπονδίας μας κόκκινη γραμμή. Ας μην αυταπατώνται δεν προσφέρουν έργο σε κανέναν.
Η Ομοσπονδίας μας έχει αποδείξει και καταδείξει επίπεδο ωριμότητας. Δεν διεκδικούμε περιοριστικά κάποια συντεχνιακά αιτήματα. Ο συνδικαλιστικός μας φορέας με ανοιχτές τις κεραίες του συνεχίζει να πιάνει το παλμό των συναδέλφων καταγράφοντας ότι συμβαίνει γύρω μας και μας αφορά.
Συνάδελφοι αγωνιζόμαστε για μια καλύτερη Αστυνομία που θα δίνει λύσεις όπου απαιτείται για την καταξίωση και την αναγνώριση του έργου μας από του πολίτες, για την αναβάθμιση της θέσης του Έλληνα Αστυνομικού στην κοινωνία, για την βελτίωση των συνθηκών εργασίας με γνώμονα της δράσης μας, την προάσπιση των συμφερόντων και των επιδιώξεων των συναδέλφων μας.
Δεν ζητάμε πολλά, ζητάμε τα αυτονόητα.
Με ηρεμία και αποφασιστικότητα μαχόμαστε και προωθούμε λύσεις για τα προβλήματα που μας απασχολούν.
Ζητάμε την εμπιστοσύνη σας και σα διαβεβαιώνουμε ότι προτάσσουμε τα στήθη μας για μια καλύτερη αστυνομία με γνώμονα την προσφορά καλύτερων υπηρεσιών στο έθνος και στους πολίτες.
Σας καλούμε να στηρίξετε τον αγώνα μας για τι δεν είναι συντεχνιακός αλλά όπως προείπα για να προσδιορισθεί η συνισταμένη που θα εκφράσει την αγωνία και τις προσδοκίες των αξιωματικών της αστυνομίας για τον Οργανισμό μας και τον ρόλο του στη λειτουργία του κράτους και της κοινωνίας.
Σας ευχαριστώ.