Ημερολόγιο

Σεπτέμβριος.2024
16
Δευτέρα
21:30
BuaXua Calendar

Επισκέπτες

Σήμερα 504

Εβδομάδα 504

Μήνας 3451

Σύνολο 506639

Το περιοδικό μας...

Η επαγγελματική εξουθένωση της ΕΛ.ΑΣ. - Της κ. Βασιλικής ΜΑΓΓΙΩΡΟΥ

 

Πού οφείλεται το φαινόμενο της εξουθένωσης και τι πρέπει να γίνει για την αντιμετώπιση του;Η παρούσα εργασία αποτέλεσε μια ερευνητική μελέτη, η οποία είχε ως στόχο να διερευνήσει το βαθμό της επαγγελματικής εξουθένωσης του Έλληνα αστυνομικού.

Η έννοια της επαγγελματικής εξουθένωσης εισήχθη ως έννοια για πρώτη φορά κατά τη δεκαετία του 1970 από τον Freudenberger και ενώ αρχικά χρησιμοποιήθηκε για την περιγραφή της ιδιάζουσας επαγγελματικής κόπωσης και του άγχους στα επαγγέλματα υγείας και πρόνοιας, στη συνέχεια η χρήση της επεκτάθηκε στα εκπαιδευτικά επαγγέλματα καθώς και σε άλλα επαγγέλματα που συνεπάγονται επαφές με ανθρώπους. Ένα από τα επαγγέλματα αυτά είναι και αυτό του αστυνομικού, που από τη φύση του ως ένστολο επάγγελμα είναι ιδιαίτερα αγχογόνο αφού απαιτεί συχνή επαφή με ανθρώπους, ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων, αποφάσεις οι οποίες μπορεί να έχουν σοβαρές οικονομικές, κοινωνικές ή άλλου είδους συνέπειες.

Η επαγγελματική εξουθένωση θεωρείται ότι είναι μια μορφή παρατεταμένου, χρόνιου, επαγγελματικού άγχους που ξεπερνά τα όρια αντοχής ή τις δυνατότητες του ατόμου να το αντιμετωπίσει. Αποτελεί μακροχρόνια διαδικασία που καταλήγει σε αδυναμία προσαρμογής του ατόμου στο επαγγελματικό άγχος που νιώθει. Αναφέρεται ως μια κατάσταση σωματικής, συναισθηματικής και ψυχικής εξάντλησης που προκαλείται από μακροχρόνια έκθεση και εμπλοκή σε καταστάσεις που έχουν απαιτήσεις συναισθηματικής εμπλοκής.

Στη βάση της επαγγελματικής εξουθένωσης βρίσκεται το αίσθημα της αποτυχίας στην ύπαρξη νοήματος και το αίσθημα αυτό εμφανίζεται συνήθως σε άτομα που εισέρχονται στο χώρο εργασίας και στο κυνήγι της σταδιοδρομίας με υψηλούς στόχους και κίνητρα, και στη συνέχεια απογοητεύονται. Η επαγγελματική εξουθένωση εμφανίζεται κάτω από κάποιες προϋποθέσεις, δηλαδή προϋπάρχουσες καταστάσεις που ευνοούν την εμφάνιση της, και ακολουθείται από κάποιες συνέπειες. Οι συνθήκες που ευνο-ούν την ανάπτυξη της επαγγελματικής εξουθένωσης αναφέρονται κυρίως στα χαρακτηριστικά του έργου ή του εργασιακού ρόλου (π.χ. επαφές με πελάτες, σύγκρουση ή ασάφεια ρόλων, κλπ.), στα χαρακτηριστικά του χώρου εργασίας (οργανωτική δομή αμοιβές, ψυχολογικό κλίμα κλπ.), σε δημογραφικά και άλλα χαρακτηριστικά του ατόμου (φύλο, οικογενειακή κατάσταση, κοινωνικό δίκτυο υποστήριξης, ανέλιξη της σταδιοδρομίας).
Επαγγελματική ανεπάρκεια

Κατά τις δυο τελευταίες δεκαετίες, γίνεται πολύς λόγος για την επαγγελματική ανεπάρκεια και την υπηρεσιακή αναποτελεσματικότητα της επίσημης αστυνομίας, με σοβαρές επιπτώσεις στην ποιότητα και την ποσότητα του παραγωγικού αποτελέσματος. Η Ελληνική Αστυνομία υιοθετεί ένα στενό οργανωτικό προσανατολισμό, ο οποίος συνίσταται στην οργανωτική οριοθέτηση και απομόνωση της αστυνομίας από το κοινωνικό περιβάλλον. Η γραφειοκρατική, συγκεντρωτική, δομημένη ιεραρχικά φύση του επαγγέλματος του αστυνομικού, με το σύνολο των κανόνων, τις σχέσεις εξουσίας και υποταγής, αποτελούν περιβάλλον που ευνοεί την εμφάνιση του φαινομένου της επαγγελματικής εξουθένωσης. Ο Έλληνας αστυνομικός «υπακούει» στον εξωτερικό έλεγχο κατά την άσκηση των αστυνομικών καθηκόντων όπως, λ.χ. είναι οι διαταγές των ανωτέρων, το στρατιωτικό ή ημιστρατιωτικό καθεστώς της αστυνομικής υπηρεσίας, το ίδιο το αστυνομικό δίκαιο, κ.α. και επειδή αυτός ο έλεγχος δεν προάγει τελικά την προσωπική κρίση μπορεί να υπονομεύσει ή και να ακυρώσει την ίδια την αστυνομική πρωτοβουλία. Οι επιπτώσεις της επαγγελματικής εξουθένωσης τόσο στο άτομο όσο και στον εργασιακό χώρο, την οργάνωση της Ελληνικής Αστυνομίας είναι εμφανείς, ακόμα και από άτομα που δεν έχουν άμεση σχέση με το χώρο αυτό. Στο άτομο έχει σωματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις, π.χ. χαμηλή ενεργητικότητα, χρόνια κόπωση και αδυναμία, αισθήματα αδιεξόδου, απελπισίας και παγίδευσης, ανάπτυξη αρνητικών στάσεων προς τη ζωή την εργασία και τον εαυτό του.

Στον εργασιακό χώρο οι επιπτώσεις αναφέρονται κυρίως στην επιδείνωση των διαπροσωπικών σχέσεων, στην διαφοροποίηση της ποιότητας ή συχνότητας της επαφής με τους πελάτες, στη διαμόρφωση προθέσεων από πλευράς του ατόμου για εγκατάλειψη του χώρου εργασίας, στις αυθαίρετες απουσίες ή συνεχείς αναρρωτικές άδειες, κλπ. Έτσι, απόρροια όλων των ανωτέρω είναι η εμφάνιση των τριών διαστάσεων της επαγγελματικής εξουθένωσης με πρώτη τη συναισθηματική εξάντληση, δεύτερον τον κυνισμό ή αποπροσωποποίηση που αναφέρεται στα αρνητικά ή ουδέτερα αισθήματα που αναπτύσσει ο εργαζόμενος για τους αποδέκτες των υπηρεσιών του και τέλος, το αίσθημα της μειωμένης προσωπικής επίτευξης ή επαγγελματικής ικανότητας που απορρέει από την επιτέλεση του επαγγελματικού ρόλου.

Πού οφείλεται

Πιο συγκεκριμένα, οι τρεις κύριοι παράγοντες που διακρίνουν αυτό το φαινόμενο αναλυτικά είναι:

Α. η συναισθηματική εξάντληση (exhaustion), που αναφέρεται στην μείωση των συναισθημάτων του ατόμου για την εργασία του και που εκδηλώνεται με μια αίσθηση ψυχικής κόπωσης του επαγγελματία που παύει να επενδύει πλέον στην εργασία του. Αποτελεί την ουσία της εξουθένωσης και την πιο φανερή απόδειξη της ύπαρξης του συνδρόμου.

Β. η αποπροσωποποίηση-κυνισμό (depersonalization), που αναφέρεται στην κυνική αντιμετώπιση των αποδεκτών των υπηρεσιών που προσφέρουν οι εργαζόμενοι και που εκδηλώνεται με την απομάκρυνση του ατόμου από τους πελάτες του. Το άτομο δημιουργεί μια απόσταση με τους πελάτες και αποδέκτες των υπηρεσιών του.

Γ. η μειωμένη προσωπική επίτευξη (reduced personal accomlishment) μειωμένη επαγγελματική ικανότητα, που αφορά την τάση του ατόμου να αξιολογεί αρνητικά τον εαυτό του και που διαφαίνεται από τη μείωση της απόδοσης του εργαζομένου και από την παραίτηση του από την προσπάθεια για αποτελεσματικό χειρισμό των θεμάτων που απασχολούν τους πελάτες του.

Το ερωτηματολόγιο

Η παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε μέσω ερωτηματολογίων, που διεξάγονται «απ' έξω» και έτσι δεν μπορούν να έχουν υψηλό δείκτη αξιοπιστίας ούτε ασφαλώς, ερευνητική πληρότητα. Το «στρατιωτικό» ή «ημιστρατιωτικό» καθεστώς του αστυνομικού σώματος, δεν επιτρέπει κοινωνικές επεμβάσεις και μάλιστα ελεγκτικού χαρακτήρα και δεν μπορούμε να οδηγηθούμε σε ασφαλή συμπεράσματα, καθώς οι παρατηρούμενοι αστυνομικοί, υπό το φως της δημοσιότητας μπορούν να μας δείξουν μια παραπλανητική εικόνα.

Στα ερωτηματολόγια ιδίως, ελλοχεύει ο κίνδυνος των παραπειστικών και των όλως ψευδών απαντήσεων για ευνόητους λόγους. Όμως, παρά τις δυσκολίες πραγματοποιήθηκε η μελέτη της επαγγελματικής εξουθένωσης δείγματος των Ελλήνων αστυνομικών με αποτελέσματα που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη από τους αρμόδιους με στόχο τόσο την πρόληψη όσο και την αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού.

Αφορμή για την ερευνητική αυτή μελέτη ήταν το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα το θέμα της επαγγελματικής εξουθένωσης έχει αρχίσει να υπεισέρχεται στον προβληματισμό των επιχειρήσεων τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα. Πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι απαιτείται ιδιαίτερη διερεύνηση του θέματος στον ελληνικό χώρο, διότι, λόγω των ιδιότυπων οικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων που επικρατούν (π.χ. εκτεταμένη οικογένεια, μεγαλύτερη επαφή μεταξύ των ανθρώπων, λιγότερο εξαντλητικοί ρυθμοί εργασίας), οι κυριότερες πηγές άγχους είναι πιθανό να εντοπίζονται στο σχεδιασμό της εργασίας, στην γραφειοκρατική δομή της και στην κακή οργάνωση περιβάλλον καθ' όλα σύμφωνο με αυτό της Ελληνικής Αστυνομίας.

Έτσι, η ερευνητική προσέγγιση της επαγγελματικής εξουθένωσης έγινε με τρόπο διεξοδικό και κατόπιν εκτενούς βιβλιογραφικής ανασκόπησης. Παρουσιάστηκε μέσα από το πρίσμα διαφορετικών θεωριών και μοντέλων που το καθένα έχει τη δική του σημασία. Έγινε αναφορά στις ατομικές, διαπροσωπικές, οργανωτικές και κοινωνικές προσεγγίσεις του συνδρόμου, στα αίτια, τα συμπτώματα καθώς και στα μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης της από τον εκάστοτε φορέα ή οργανισμό. Στη συνέχεια έγινε διεξοδική αναφορά στην οργάνωση της Ελληνικής Αστυνομίας, τόσο σε θεωρητικό και δομικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο εννοιολογικής διασαφήνισης του ρόλου της αστυνομίας αλλά και της πορείας εξέλιξης του Έλληνα αστυνομικού.
Συμπεράσματα

Με βάση λοιπόν, το δείγμα των 136 αστυνομικών που συμπληρώσαν το Ερωτηματολόγιο Καταγραφής Επαγγελματικής Εξουθένωσης (Maslach Burnout Inventory), ΜΒΙ-GS και το αντίστοιχο που αναφέρεται στα δημογραφικά τους στοιχεία (φύλο, ηλικία, οικογενειακή κατάσταση μορφωτικό επίπεδο, χρόνια προϋπηρεσίας, βαθμός, και θέση εργασίας), και μετά από επεξεργασία των δεδομένων αυτών με το Statistical Package είναι δυνατό να αποφανθούμε για την επαλήθευση ή όχι των ερευνητικών μας υποθέσεων.

1. Σε σχέση με το φύλο, τα επίπεδα της συναισθηματικής εξάντλησης είναι υψηλότερα στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από τα στερεότυπα για τους ρόλους των δυο φύλων, αλλά μπορεί, επίσης, να αντανακλούν και τη σχέση μεταξύ φύλου-επαγγέλματος. Για παράδειγμα υπάρχουν επαγγέλματα πιο επιρρεπή στην επαγγελματική εξουθένωση που είτε ανδροκρατούνται (π.χ. αστυνομικοί), όπως στην περίπτωση μας, είτε γυναικοκρατούνται (π.χ. νοσοκόμες).

Αναφέρεται, επίσης, ότι οι άνδρες είναι πιο πρακτικοί, ενώ οι γυναίκες πιο συναισθηματικά ανταποκρινόμενες και φαίνεται πως εκδηλώνουν συναισθήματα και προβλήματα υγείας πιο εύκολα. Μια άλλη εξήγηση μπορεί να είναι ότι εξαιτίας των επιπρόσθετων υπευθυνοτήτων στο σπίτι, οι εργαζόμενες γυναίκες βιώνουν υψηλότερα επίπεδα φόρτου εργασίας σε σύγκριση με τους άνδρες. Ο φόρτος εργασίας με τη σειρά του σχετίζεται θετικά με την επαγγελματική εξουθένωση, ιδιαίτερα με τη συναισθηματική. Οι γυναίκες από τη φύση τους είναι πιο συναισθηματικά ανταποκρινόμενες απ' ότι οι άνδρες που είναι περισσότερο λογικοί. Το μοντέλο της σύγχρονης εργαζόμενης Ελληνίδας, ο φόρτος εργασίας σε συνδυασμό με τις επιπρόσθετες υπευθυνότητες για το σπίτι, τα παιδιά τις εξουθενώνουν τόσο σωματικά όσο και συναισθηματικά. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι άνδρες (20-30 ετών ) αν και στην αρχή έχουν χαμηλά επίπεδα επαγγελματικής ικανότητας σε σχέση με τις γυναίκες, όσο αυξάνεται η ηλικία τους, αυξάνονται και τα επίπεδα της επαγγελματικής τους επίδοσης σε αντίθεση με αυτά των γυναικών που μειώνονται λόγω, πιθανόν, των συνεπειών της επαγγελματικής εξουθένωσης σε συναισθηματικό και σωματικό επίπεδο που αναφέρθηκαν και πιο πάνω.

2. Σχετικά με την οικογενειακή κατάσταση, βρέθηκε ότι οι έγγαμοι έχουν υψηλότερα επίπεδα επαγγελματικής ικανότητας και χαμηλότερα επίπεδα κυνισμού και συναισθηματικής εξάντλησης, γεγονός που μπορεί να οφείλεται στο υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο μπορεί να παίξει ανασχετικό ρόλο στην εμφάνιση της επαγγελματικής εξουθένωσης. Επίσης, οι παντρεμένοι είναι συνήθως, μεγαλύτεροι σε ηλικία, έχουν διαφορετική στάση απέναντι στην εργασία, λόγω των οικογενειακών τους υποχρεώσεων και ίσως, πιο έμπειροι στις σχέσεις τους με άλλα άτομα.

3. Σχετικά με το μορφωτικό επίπεδο, τα άτομα υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου αναφέρουν μεγαλύτερο βαθμό επαγγελματικής εξουθένωσης από τους λιγότερο μορφωμένους. Οι γυναίκες του δείγματος μας που είναι απόφοιτοι λυκείου αλλά και οι άνδρες που είναι απόφοιτοι ΑΕΙ και ΤΕΙ παρουσίασαν υψηλά επίπεδα κυνισμού. Πιθανόν οι υψηλότερες προσδοκίες όσων ανήκουν σε υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο να ευθύνονται για την παρατήρηση αυτή. Ωστόσο, η ερμηνεία αυτού του ευρήματος δεν είναι σαφής, δεδομένου ότι η μόρφωση συνδέεται και με άλλους παράγοντες, όπως το επάγγελμα ή η κοινωνική θέση. Μια άλλη εξήγηση θα μπορούσε να είναι το γεγονός ότι τα άτομα με περισσότερη μόρφωση αναλαμβάνουν θέσεις με μεγαλύτερες ευθύνες και υποχρεώσεις, επομένως και με περισσότερο άγχος, ή μπορεί να έχουν υψηλότερες προσδοκίες από την εργασία τους, οι οποίες όταν δεν εκπληρώνονται να οδηγούν σε απογοήτευση και εξουθένωση. Τα δεδομένα από το εγχειρίδιο του ΜΒΙ δείχνουν ότι στα άτομα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο παρατηρείται κυρίως αποπροσωποποίηση-κυνισμό, ενώ η συναισθηματική εξάντληση παρατηρείται και σε όσους βρίσκονται σε χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο και σε όσους ανήκουν σε υψηλότερο.

4. Σχετικά με την ηλικία και τα χρόνια υπηρεσίας, οι νεότεροι και συνεπώς, λιγότερο πεπειραμένοι αστυνομικοί, εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα επαγγελματικής εξουθένωσης. Πράγματι, όσο αυξάνεται η ηλικία και συνεπώς τα χρόνια προϋπηρεσίας τόσο αυξάνεται η επαγγελματική ικανότητα των ατόμων και συνεπώς μειώνεται η επαγγελματική εξουθένωση. Εξαίρεση αποτελούν τα άτομα ηλικίας άνω των 50 ετών με 20-30 χρόνια προϋπηρεσίας που εμφανίζουν χαμηλά επίπεδα επαγγελματικής ικανότητας, γεγονός που μπορεί να ερμηνευθεί, ως ένα είδος κυνισμού του αστυνομικού προσωπικού, που εκδηλώνεται στη μέση περίπου της αστυνομικής καριέρας. Τα άτομα νιώθουν ότι δεν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο ούτε βέβαια, την αστυνομία και γι' αυτό θεωρούν τους εαυτούς τους αδύναμους, ανίκανους ή ακόμα και άχρηστους.

Στην αντίληψη τους, το παλιό ιδεώδες της αστυνομίας καταρρίπτεται ως χάρτινος πύργος και στο εξής το αστυνομικό σώμα ταυτίζεται με την αξία του υπόλοιπου κόσμου. Τα επόμενα χρόνια μέχρι το τέλος της επαγγελματικής θητείας, οι αστυνομικοί, παρουσιάζουν έναν «παραιτημένο κυνισμό» που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι τα συνταξιοδοτικά οφέλη και κάποιες επενδυτικές δραστηριότητες, γεγονός που αποδεικνύεται και από τα ευρήματα όπου τα άτομα του δείγματος μας με ηλικία 51 και άνω και με 16-20 χρόνια προϋπηρεσίας, εμφανίζουν υψηλά επίπεδα επαγγελματικής ικανότητας και πιθανόν, λιγότερα συμπτώματα επαγγελματικής εξουθένωσης αφού πλέον έχουν συμφιλιωθεί ή συνηθίσει σε αυτή.

5. Σχετικά με τον βαθμό που τα άτομα κατέχουν στην ιεραρχία της ελληνικής αστυνομίας, οι υψηλόβαθμοι έχουν υψηλά επίπεδα επαγγελματικής ικανότητας. Πιο συγκεκριμένα, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία 51-άνω ετών αστυνομικοί αλλά με μικρότερο βαθμό στην ιεραρχία (Αρχιφύλακας) έχουν χαμηλό επίπεδο επαγγελματικής ικανότητας. Οι εργασιακές απαιτήσεις, η εξειδίκευση, ο εκσυγχρονισμός του σώματος της ελληνικής αστυνομίας με τις νέες τεχνολογίες σε συνδυασμό με την ασάφεια ρόλων, όταν υπάρχει έλλειψη επαρκούς πληροφόρησης για τη σωστή διεκπεραίωση της εργασίας, μπορούν να απομονώσουν τους μεγαλύτερους σε ηλικία και χαμηλόβαθμούς αστυνομικούς. Όταν οι απαιτήσεις της συστηματικής χρήσης υπερσύγχρονων μηχανημάτων είναι υψηλές, βλάπτεται η απόδοση του εργαζόμενου και υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξει επαγγελματική εξουθένωση. Έτσι, όταν ο αστυνομικός δεν είναι εξοικειωμένος ή κατάλληλα εκπαιδευμένος στο να χειρίζεται μηχανήματα και βρίσκεται κάτω από την πίεση του χρόνου κάνει περισσότερα λάθη, γεγονός που του δημιουργεί αισθήματα ανεπάρκειας και αναποτελεσματικότητας. Επιπλέον, περιορίζονται οι κοινωνικές επαφές και η επικοινωνία μεταξύ των εργαζομένων, με αποτέλεσμα να γίνεται πιο δύσκολη η επίλυση κάποιων προβλημάτων εργασιακών και μη, εντείνοντας το αίσθημα αποξένωσης. Επίσης, παρατηρήθηκαν χαμηλά επίπεδα επαγγελματικής ικανότητας όλων των βαθμών της ιεραρχίας στην ηλικιακή κατηγορία των 20-30 ετών γεγονός που μπορεί να ερμηνευθεί από το γεγονός ότι εμφανίζεται κυρίως στους νέους και λιγότερο έμπειρους ως σοκ της πραγματικότητας (Reality Show) ή ως ένδειξη μιας κρίσης ταυτότητας που οφείλεται σε ανεπιτυχή επαγγελματική ικανοποίηση. Το εγχειρίδιο ΜΒΙ για την επαγγελματική εξουθένωση, δείχνει μια μείωση των συμπτωμάτων επαγγελματικής εξουθένωσης με την αύξηση της ηλικίας ή της εργασιακής πείρας και για τις τρεις διαστάσεις, αλλά κυρίως για την αποπροσωποποίηση και την συναισθηματική εξουθένωση. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτοί που εξουθενώνονται επαγγελματικά νωρίς στην καριέρα τους, είναι πιθανό να παραιτηθούν αφήνοντας πίσω αυτούς που επιδεικνύουν χαμηλότερα επίπεδα επαγγελματικής εξουθένωσης.

6. Σχετικά με το είδος εργασίας, οι αστυνομικοί οι «μάχιμοι» αυτοί δηλαδή που «κάνουν» εξωτερική υπηρεσία, παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα επαγγελματικής ικανότητας ενώ αυτοί που διεκπεραιώνουν υποθέσεις γραφείου, διοικητική - γραμματειακή υποστήριξη, παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα επαγγελματικής εξουθένωσης στην διάσταση της συναισθηματικής εξάντλησης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα άτομα που εκτελούν εσωτερική υπηρεσία είχαν χαμηλά επίπεδα επαγγελματικής ικανότητας και αυτό ισχύει για όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας . Επιπλέον, και με βάση το βαθμό που έχουν τα άτομα του δείγματος, αποδείχθηκε ότι τα άτομα που είναι πιο ψηλά στο βαθμό της ιεραρχίας (Αστυνόμος Β', Αστυνόμος Α', Αστυνομικός Διευθυντής ) και η θέση της εργασίας τους είναι εσωτερική σε κάποια υπηρεσία της Ελληνικής Αστυνομίας, παρουσίασαν υψηλότερα επίπεδα συναισθηματικής εξάντλησης, από τα άτομα που έχουν χαμηλότερο βαθμό στην κλίμακα της ιεραρχίας (Ειδικοί Φρουροί). Ακόμα, τα άτομα όλων των βαθμών ανεξαιρέτως, που «κάνουν» εσωτερική υπηρεσία έχουν χαμηλά επίπεδα επαγγελματικής ικανότητας. Το ότι οι ανώτεροι στην ιεραρχία της Ελληνικής Αστυνομίας και όταν πρόκειται για εσωτερική υπηρεσία, βιώνουν συναισθηματική εξάντληση οφείλεται στη ματαίωση που, ίσως, νιώθουν όταν βλέπουν πως οι υψηλές και μη ρεαλιστικές προσδοκίες τους τόσο αναφορικά με το έργο τους όσο και με τους συναδέλφους τους είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν. Οι τελευταίες έχουν ταυτιστεί με τον ιδεαλισμό, που θεωρείται υπερβολική δαπάνη ενέργειας και πιστεύεται ότι ανοίγει το δρόμο για ψευδαισθήσεις και ματαίωση, οπότε αναπτύσσεται επαγγελματική εξουθένωση. Σε μερικές περιπτώσεις οι προσδοκίες μπορεί να είναι πολύ υψηλές τόσο σε σχέση με τη φύση της δουλειάς (π.χ. να είναι συναρπαστική, να παρέχει προκλήσεις, ρίσκο), όσο και ως προς το να παρέχει ευκαιρίες για επιτυχία και αναγνώριση (π.χ. τιμητική άδεια, προαγωγές). Οι προσδοκίες αυτές οδηγούν τους εργαζόμενους στο να αφοσιώνονται πολύ στο έργο τους δουλεύοντας υπέρ του δέοντος, με αποτέλεσμα να εξαντλούνται συναισθηματικά και σωματικά και να γίνονται κυνικοί, όταν οι υπερβολικές προσπάθειες τους δεν έχουν τα αναμενόμενα επιθυμητά αποτελέσματα. Το γεγονός ότι το αστυνομικό προσωπικό που εργάζεται σε εσωτερικές υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας παρουσιάζει υψηλά επίπεδα συναισθηματικής εξάντλησης και χαμηλά επίπεδα επαγγελματικής ικανότητας και απόδοσης μπορεί να οφείλεται στη σχέση μεταξύ επαγγελματικής εξουθένωσης και απουσίας εργασιακών πόρων, στην έλλειψη ανατροφοδότησης και κοινωνικής στήριξης από προϊσταμένους αλλά και στο φτωχό κοινωνικό κλίμα, την έλλειψη επικοινωνίας στα πλαίσια της εργασίας. Επιπλέον, η περιορισμένη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων και η έλλειψη ελέγχου ή αυτονομίας στην εργασία συμβάλλουν στην ανάπτυξη του φαινομένου.

Μέτρα Πρόληψης της επαγγελματικής εξουθένωσης.

Τα οργανωτικά χαρακτηριστικά της Ελληνικής Αστυνομίας που συμβάλλουν στην εμφάνιση της επαγγελματικής εξουθένωσης, είναι η ιεραρχική δομή της, οι κανόνες λειτουργίας, οι διαθέσιμοι πόροι, που είναι περιορισμένοι και η διανομή χώρου στους εργαζόμενους, που λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες που επικρατούν στα αστυνομικά τμήματα και λοιπές υπηρεσίες της, ο χώρος αυτός, εάν είναι διαθέσιμος, είναι επιεικώς απαράδεκτος και ανθυγιεινός.

Μοναδικά αποτελέσματα των ανωτέρων είναι οι συνέπειες και τα συμπτώματα της επαγγελματικής εξουθένωσης τόσο στην ψυχική και σωματική υγεία των εργαζομένων, όσο και στις διαπροσωπικές και εργασιακές τους σχέσεις.

Επομένως, κρίνεται αναγκαίο να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης του συνδρόμου και αντιμετώπισης του στα πλαίσια της αστυνομίας τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και σε οργανωτικό, με κύριο στόχο την αύξηση της εργασιακής ικανοποίησης μέσω του εμπλουτισμού της εργασίας και της διευκρίνισης των ρόλων που έχει ο εργαζόμενος να επιτελέσει. Οι πιο συχνά προτεινόμενες ως δόκιμες και αποτελεσματικές μεθοδεύσεις για τη διαχείριση του προβλήματος αφορούν την καλύτερη οργάνωση και σχεδιασμό των χώρων εργασίας, τη δημοκρατική διοίκηση, την πολυμορφία στην εργασία, την αποσαφήνισης του ρόλου και των καθηκόντων του επαγγελματία, τη συμβουλευτική εποπτεία, τη δυνατότητα συνεχιζόμενης επιμόρφωσης και εκπαίδευσης, την εκμάθηση τεχνικών χαλάρωσης και διαχείρισης του στρες καθώς και τεχνικές εδραίωσης κοινωνικών επαφών και στήριξης του εργαζομένου. Για να προληφθεί αλλά και να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της επαγγελματικής εξουθένωσης στον οργανισμό που λέγεται αστυνομία θα πρέπει να αλλάξει και η οργάνωση της με στόχο την ανάκτηση της αποτελεσματικότητας και την αναβάθμιση της παραγωγικότητας της αστυνομικής λειτουργίας.

Έτσι, η αστυνομία δεν θα πρέπει να είναι γραφειοκρατική, με την έννοια ότι πρέπει να διαθέτει ελαστικότητα, ευλυγισία, κανόνες που προσαρμόζονται στις πραγματικές καταστάσεις, να χρησιμοποιεί τα έγγραφα όταν απαιτείται αυτή η μορφή διεξαγωγής μιας υπόθεσης και να αναπτύσσει συναδερφικές σχέσεις μεταξύ των μελών της.

Να λειτουργεί με γνώμονα και κατεύθυνση την αποκέντρωση σε ότι αφορά στη λειτουργία της διεύθυνσης των τμημάτων της κ.λ.π, ενώ η αστυνομική της ύλη και δραστηριότητα να είναι προσανατολισμένες και βασισμένες στην κοινότητα και τα συμφέροντα της. Να μην είναι δομημένη ιεραρχικά με το σχήμα μιας πυραμίδας, το εσωτερικό της οποίας, διαρθρώνεται σε επίπεδα εξουσίας. Αντίστροφα, να διαθέτει μια επιπεδοποιημένη διευθυντική δομή, με λειτουργικό-επιχειρησιακό ρόλο και αποστολή.

Να προέχει η γενίκευση, δηλαδή η ενιαία, καθημερινή, άμεση και προσωπική επαφή του αστυνομικού με τους πολίτες, και να καθιερώνει το ανοικτό οργανωτικό πρότυπο, το οποίο της επιτρέπει την έντονη και διαρκή διαντίδραση με το περιβάλλον και να την καθιστά εφεκτική και επιδεκτική στις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις.

Σε συνδυασμό με τα ανωτέρω πρέπει μελλοντικά να μελετηθούν πιο επισταμένα και διεξοδικά τα αίτια, οι συνέπειες, τα συμπτώματα καθώς και οι προγνωστικοί παράγοντες της επαγγελματικής εξουθένωσης, τα προσωπικά γνωρίσματα του Έλληνα αστυνομικού αλλά και τα οργανωτικά χαρακτηριστικά της Ελληνικής Αστυνομίας.

Για το λόγο αυτό κρίνεται επιτακτική η ανάγκη για περαιτέρω μελέτη τόσο της επαγγελματικής εξουθένωσης όσο και παρόμοιων εννοιών, στα πλαίσια στης Ελληνικής Αστυνομίας, με υπεύθυνο και επιστημονικό τρόπο και στην χώρα μας. Ιδίως για τη χώρα μας η σκοπιμότητα μιας τέτοιας ερευνητικής προοπτικής, αλλά και παρόμοιων ερευνών, είναι εύγλωττη και προφανής, αφού ακόμα συζητούμε για την συντελούμενη πρόοδο στη διαδικασία εκδημοκρατισμό του σώματος αυτού.

Της Ψυχολόγου κ. Βασιλικής ΜΑΓΓΙΩΡΟΥ

Πηγή Δημοσίευσης Άρθρου :
Περιοδικό «Αξιωματική Αστυνομία», σελ. 25 έως 27
Τεύχος 15ο
Ιούλιος 2007

Εύρεση

Τα βιβλία μας...

Οι εφημερίδες σήμερα...