Ομιλία Προέδρου Π.Ο.ΑΞΙ.Α. κ. ΓΕΩΡΓΑΤΖΗ Δημ. στο 17ο Ετήσιο Τακτικό Συνέδριο Αντιπροσώπων - 4 & 5/12/2008

 

Κύριε Υπουργέ,

Εκλεκτοί προσκεκλημένοι μας,

Αγαπητοί συνάδελφοι και Συναδέλφισσες,

Εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου της Ομοσπονδίας μας, σας καλωσορίζουμε στο 17ο Ετήσιο Τακτικό Συνέδριο μας και σας ευχαριστούμε ιδιαίτερα για την τιμή που μας κάνετε να είστε εδώ σήμερα μαζί μας.


Το συνέδριό μας πραγματοποιείται σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο. Οι δυσοίωνες προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία διατυπώνονται σε μια περίοδο διεθνούς αστάθειας, αλλά και εσωτερικής πολιτικής ρευστότητας, με ένα συνδικαλιστικό κίνημα να μη διάγει τις καλύτερες των ημερών του εδώ και αρκετό καιρό στη χώρα μας.

Πληγωμένο εμφανίζεται τα δυο τελευταία χρόνια και το δικό μας συνδικαλιστικό κίνημα. Αισθάνομαι την ανάγκη να εκφραστώ κατ’ αυτόν τον τρόπο διότι δεν τιμά κανένα μας η εικόνα που ενεφάνισε ιδίως το τελευταίο διάστημα η συνδικαλιστική έκφραση ορισμένων συναδέλφων μας που εκπροσωπούνται στην Π.Ο.ΑΣ.Υ . Είναι φαινόμενα που δεν πρέπει να μας αφήνουν αδιάφορους, διότι δεν «δηλητηριάζουν» μόνο τους εκφραστές τους. Είναι αντιληπτό από όλους μας ότι λειτουργούν διαλυτικά για όλο το συνδικαλιστικό κίνημα και υπονομεύουν την ίδια τη λειτουργία του επαγγελματικού μας οργανισμού, της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία περισσότερο από ποτέ, σήμερα, χρειάζεται την υποστήριξη όλου ανεξαιρέτως του ανθρώπινου δυναμικού της για να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες προκλήσεις των καιρών.
Κοσμοϊστορικές αλλαγές συντελούνται σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου, αλλά εμείς εδώ στο μικρόκοσμο της Ελλάδας, αν και γεωπολιτικά λέμε ότι καταλαμβάνουμε μια στρατηγικής σημασίας θέση, με τη διαγωγή μας ως χώρα συνολικά, μάλλον δεν δείχνουμε ότι έχουμε αντιληφθεί την κρισιμότητα των καιρών.
Το θέμα του συνεδρίου μας, ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου μας για μια αποτελεσματική αστυνομία που θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις και στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας έχει διπλή ανάγνωση.
Η μια αφορά κατ’ αρχήν τον δικό μας ρόλο ως συνδικαλιστών αξιωματικών. Η άλλη αφορά το ρόλο μας ως υπηρεσιακών οντοτήτων και οργανωμένων, δραστήριων υπάρξεων που λειτουργούμε μέσα σε έναν από τους πιο ευαίσθητους, τους πιο νευραλγικούς οργανισμούς του κράτους μας.

Ας δούμε πιο αναλυτικά τις δυο αυτές διαστάσεις του ρόλου μας που εμφανίζονται ξεχωριστά, αλλά κατά βάση είναι αδιαίρετες και ενιαίες, είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Εφόσον το σύνολο των αξιωματικών είναι ενταγμένο στο συνδικαλιστικό μας κίνημα, έτσι όπως εκπροσωπείται από την Π.Ο.ΑΞΙ.Α. και την Π.Ο.ΑΣ.Υ. και δεν υποστηρίζει μόνο τυπικά τη συνδικαλιστική μας λειτουργία, αυτό σημαίνει ότι έχει πλήρη συναίσθηση των υποχρεώσεών του σε όλα τα επίπεδα. Συμμετέχει στα συνδικαλιστικά δρώμενα, διαμορφώνει το αγωνιστικό πλαίσιο, στηρίζει τους αγώνες μας και ακολουθεί το συνδικαλιστικό κίνημα στο δρόμο που εκείνο χαράσσει.
Έχω όμως την αίσθηση ότι, ως συνδικαλιστικός φορέας, δεν έχουμε κατακτήσει την επιθυμητή ενεργή συμμετοχή των μελών μας. Υπάρχει σε ένα βαθμό επανάπαυση των μελών μας, διότι τα ίδια τα τοπικά σωματεία μετακυλύουν προς τα πάνω, προς την Ομοσπονδία δηλαδή, τις δικές τους πρωτογενείς δραστηριότητες. Δεν θέλω να είμαι ισοπεδωτικός, ούτε να αμφισβητήσω τη συμβολή κανενός. Το επισημαίνω όμως για να καταδείξω το μεγάλο άλμα που πρέπει να κάνουμε συνολικά σε πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο επίπεδο λειτουργίας, με στόχο την εντονότερη ενασχόληση με τα κοινά μας προβλήματα και με τις αγωνίες των μελών μας. Πρέπει να ξεφύγουμε από τη γραφειοκρατική αντίληψη περί συνδικαλισμού για να μην καταντήσουμε Ομοσπονδία – σφραγίδα ή ακόμα χειρότερα για να μην επιτρέψουμε σε κανέναν να λειτουργήσει βάσει προσωπικών στρατηγικών και μάλιστα εξυπηρετώντας αλλότρια συμφέροντα.
Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, όχι μόνο διότι παρόμοια φαινόμενα έχουν εμφανιστεί στο χώρο της άλλης Ομοσπονδίας, αλλά και επειδή όπως γνωρίζετε, από ορισμένες πλευρές του πολιτικού μας συστήματος και δυστυχώς από την κάθε φορά διοίκηση η οποία έχει ευνοηθεί από τους αγώνες μας, καλλιεργείται συστηματικά η αμφισβήτηση του δικαιώματος των αστυνομικών να συνδικαλίζονται. Κάποιοι αγνοούν διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις, τους συνταγματικούς και τους καταστατικούς χάρτες και προβάλλοντας τις εγγενείς αδυναμίες του συνδικαλισμού μας, θέλουν να γυρίσουν τον τροχό της ιστορίας σαράντα χρόνια πίσω, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να αναθεωρηθούν οι σχέσεις της πολιτείας με τους υπηρετούντες στην Ελληνική Αστυνομία, διότι κατά τη γνώμη τους ο ένστολος συνδικαλισμός λειτούργησε αρνητικά, την αποδυνάμωσε υπηρεσιακά ή ότι εν πολλοίς την κατέστησε αναξιόπιστη δημόσια υπηρεσία.
Ανατριχίλα μας διαπερνά και μόνο στη σκέψη ότι με την προκλητική συμπεριφορά μας ως συνδικαλιστών , έστω και λίγοι συμπολίτες μας, μας τοποθετούν στην κατηγορία των αλαζόνων και των ανθρώπων –στελεχών χωρίς όραμα και διάθεση για προσφορά, οι οποίοι ως μόνο σκοπό έχουν το βόλεμα τους, υπηρεσιακό, κοινωνικό ή εξυπηρέτηση άλλων συμφερόντων.

Όταν πριν είκοσι χρόνια ιδρύονταν τα πρώτα σωματεία, είχαν ξεκάθαρους στόχους και στάθηκαν στα πόδια τους παρά τη λυσσώδη αντίδραση των κυβερνητικών δυνάμεων επειδή ακριβώς υποστηρίχθηκαν από το υπόλοιπο συνδικαλιστικό κίνημα και τα κόμματα της Αριστεράς.
Με την πάροδο του χρόνου, κάποια σωματεία παρουσίασαν εκφυλιστικά φαινόμενα και κάποιοι συνδικαλιστές ταυτίστηκαν με την πολιτική και φυσική ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ., ή ακόμη και με Μ.Μ.Ε..
Οι τελευταίες εξελίξεις φέρνουν στα χείλη ένα ερώτημα: αν όλα αυτά που συμβαίνουν είναι ένα οργανωμένο σχέδιο για την πλήρη απαξίωση του συνδικαλισμού των ένστολων ή πρόκειται για τις παιδικές ασθένειες ενός κινήματος που δημιουργήθηκε καθυστερημένα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες αλλά με σαφή δημοκρατικό, αγωνιστικό προσανατολισμό στο ξεκίνημά του.
Συγκρούεται η λογική που θέλει τους αστυνομικούς ¨μπάτσους¨ χωρίς δικαιώματα, που να εκπροσωπούνται από μια χαλαρή και ¨τύποις¨ συνδικαλιστική ¨διοίκηση¨ και η λογική που θέλει τα σωματεία να συνεχίσουν με το ίδιο βήμα της προσφοράς και της διεκδίκησης για μια Αστυνομία κόσμημα, για μια Αστυνομία που θα δίνει λύσεις όπου απαιτείται, για την καταξίωση και την αναγνώριση του έργου μας από τους πολίτες, για την αναβάθμιση της θέσης του Έλληνα Αστυνομικού στην κοινωνία, για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας με γνώμονα της δράσης μας, την προάσπιση των συμφερόντων και των επιδιώξεων των συναδέλφων μας.
Εμείς πιστεύουμε ότι μέσα από τις Πρωτοβάθμιες Ενώσεις Αξιωματικών και την Ομοσπονδία μας έχει επιτευχθεί να υπάρχει μια συνδικαλιστική εκπροσώπηση με αξιοπρέπεια, χωρίς ιδιοτέλεια και πάνω από όλα μια εκπροσώπηση που έχει ως γνώμονα το συμφέρον των συναδέλφων και όχι το προσωπικό μας βόλεμα.

Όπως αντιλαμβάνεστε είναι η εύκολη λύση της αναζήτησης των υπευθύνων στις τάξεις του συνδικαλισμού και όχι στις τάξεις εκείνων που κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο και καθόρισαν με τις πολιτικές τους επιλογές όχι μόνο τη μοίρα της Ελληνικής Αστυνομίας, αλλά και την τύχη όλων των υπηρετούντων σ’ αυτήν.
Η ελληνική κοινωνία γνωρίζει πολύ καλά ότι με τον συνδικαλισμό στην Ελληνική Αστυνομία δεν απέκτησε μόνο φωνή ο καταπιεσμένος και ξεχασμένος συνάδελφος, αλλά ανέκτησε και τις χαμένες του δυνάμεις έτσι ώστε να απολαμβάνει της εκτίμησης όλων των συμπολιτών μας, γεφυρώνοντας χάσματα του παρελθόντος και ανοίγοντας νέες σελίδες στις σχέσεις κοινωνίας και αστυνομίας. Αν κάποιοι θέλουν να σβήσουν ότι με αγώνες και θυσίες κατακτήσαμε μέχρι σήμερα, ώστε ξανά ο αστυνομικός να γυρίσει πίσω και να περιθωριοποιηθεί, ως Ομοσπονδία δηλώνουμε προς κάθε κατεύθυνση ότι θα είμαστε απέναντί τους, θα μας βρουν αντιμέτωπους.
Ως συνδικαλιστικό κίνημα δεν πρέπει να μείνουμε απαθείς σε αυτές τις αντιλήψεις και για ένα πρόσθετο λόγο. Φορείς τέτοιων απόψεων βρίσκουμε μέσα και στο ίδιο μας το Σώμα. Πρέπει να τους καταγγείλουμε δημοσίως διότι δεν παραβιάζουν απλώς το θεσμοθετημένο με νόμο δικαίωμά μας. Βάλλουν ευθέως κατά των συνταγματικών διατάξεων της χώρας μας και λειτουργούν υπονομευτικά για το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμά μας. Είναι επικίνδυνο για τη δημοκρατία μας να ακούγονται απόψεις που παραπέμπουν στα ανελεύθερα καθεστώτα.
Χρέος όλων μας είναι επίσης η μαζικοποίηση των ενώσεών μας και η επαναφορά της συνδικαλιστικής φλόγας που φώτιζε πραγματικά τις υπηρεσίες μας τα πρώτα χρόνια της συνδικαλιστικής ζωής των παλιότερων συνδικαλιστικών μας στελεχών. Εκείνοι μας παρέδωσαν έτοιμο έδαφος, καλλιεργημένη γη που καρποφόρησε και γευόμαστε όλοι σήμερα τα αποτελέσματα των αγώνων τους. Έχουμε χρέος να ανασυντάξουμε τις δυνάμεις μας να δώσουμε ένα νέο όραμα στους νέους αξιωματικούς για ένα σύγχρονο δημοκρατικό συνδικαλιστικό κίνημα, διασφαλίζοντας το μέλλον του και προφυλάσσοντάς το από μεμψιμοιρίες, προσωπικές στρατηγικές και κομματικές σκοπιμότητες.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να τοποθετηθώ και στο ζήτημα που έχει προκύψει το τελευταίο διάστημα σχετικά με την τροποποίηση ή μη του ισχύοντος νόμου περί συνδικαλισμού στην Ελληνική Αστυνομία.
Είναι γνωστό ότι η νομοθετική διάταξη που επιτρέπει τη λειτουργία δυο Ομοσπονδιών με το δικαίωμα δηλαδή των αξιωματικών να εγγράφονται στην μια ή την άλλη, δεν είναι ό,τι καλύτερο. Ευχής έργο θα ήταν να είχαν ξεπεραστεί οι λόγοι που επέβαλλαν το 1994 την ίδρυση και λειτουργία δυο Ομοσπονδιών. Δυστυχώς με ευθύνη όλων μας δεν έχουμε προχωρήσει ούτε στη συζήτηση για ίδρυση και λειτουργία μιας Συνομοσπονδίας αστυνομικών.
Μήπως εν τέλει η ισχύουσα νομοθεσία εκτρέφει τα αρνητικά φαινόμενα που όλοι μας καταδικάζουμε και πρέπει να δούμε πώς θα τα θεραπεύσουμε, χωρίς να είμαστε δογματικά προσκολλημένοι σε έναν νόμο που ψηφίστηκε πριν από 14 χρόνια και ο οποίος τότε εξυπηρετούσε τα δεδομένα και τις ανάγκες εκείνης της εποχής;

Η ιστορική επιβάρυνση των Σωμάτων Ασφαλείας και των οργάνων της τάξης –μιας τάξης έτσι όπως την καθόριζε και την επέβαλε μονομερώς το αστυνομικό κράτος των μεταπολεμικών και μεταπολιτευτικών μας χρόνων σε ένα βαθμό, κρατούσε μακριά από μας την ελληνική κοινωνία. Δεν ήθελε να υπάρξει καμία ρωγμή στο συμπαγές μέτωπο του αστυνομικού κράτους έναντι της ελληνικής κοινωνίας, για να μην περάσει καμία αχτίδα φωτός και ελπίδας στην άλλη πλευρά. Το αστυνομικό κράτος ήθελε με άλλα λόγια τον αστυνομικό «όργανο», πειθήνιο όργανο της εκάστοτε εξουσίας, χωρίς αστυνομική συνείδηση, χωρίς κοινωνικές σχέσεις, χωρίς καμία απολύτως φιλική διάθεση προς τους πολίτες. Το αστυνομικό κράτος ήθελε τον πολίτη, εκ προοιμίου, ύποπτο άτομο και την κοινωνία ολόκληρη, απέναντί του. Ο «εχθρός λαός» ήταν το κυρίαρχο αστυνομικό δόγμα των εποχών που καταδικάστηκαν στη συνείδηση του λαού μας, διότι εν τέλει εγκλώβισαν τη χώρα μας και το λαό της σε οπισθοδρομικές πολιτικές και αντιλήψεις.
Η επί δεκαετίες στεγανοποίηση των αστυνομικών αρχών, η απουσία κοινωνικού και δημοκρατικού ελέγχου και η δια ροπάλου επιβολή της όποιας βούλησης της ηγεσίας, διευκόλυναν την αυθαιρεσία και τη διαφθορά, τορπίλιζαν τις σχέσεις της αστυνομίας με τους πολίτες και δεν οδηγούσαν τελικά πουθενά.
Η αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών μπορούσε να προέλθει μόνο με τη ριζική αναθεώρηση του ρόλου της Ελληνικής Αστυνομίας και την προσαρμογή του στις σύγχρονες ανάγκες και αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας.
Η πολιτεία το αντελήφθη αυτό τη δεκαετία του 80 και προχώρησε πράγματι στην ενοποίηση των δυο σωμάτων, σηματοδοτώντας μια νέα πορεία και ένα νέο ρόλο για τον αστυνομικό θεσμό στη χώρα μας. Όμως και πάλι το εγχείρημα ήταν άτολμο:

1ον : Δεν καθιερώθηκαν αμέσως αξιοκρατικά και ασφαλή κριτήρια επαγγελματικής επιλογής για την πρόσληψη των ενδιαφερομένων στο αστυνομικό σώμα. Κυριάρχησε το πελατειακό σύστημα με αποτέλεσμα οι νέες σχέσεις που έπρεπε να καλλιεργηθούν μεταξύ αστυνομίας και κοινωνίας να εναποτεθούν σε ανθρώπους που έμπαιναν στο σώμα καθαρά για βιοποριστικούς λόγους, χωρίς καθαρό επαγγελματικό προσανατολισμό και

2ον : που είναι εξίσου σοβαρό και επικίνδυνο, δεν δημιουργήθηκε το εκπαιδευτικό εκείνο υπόβαθρο για την κατάλληλη εκπαίδευση του αστυνομικού προσωπικού μέσα σε σύγχρονες αστυνομικές σχολές.
Δυστυχώς η πολιτεία δεν ενδιαφέρθηκε για τη διαμόρφωση αστυνομικών με προσωπικότητα και αστυνομική συνείδηση, αλλά «επαναπαύθηκε» στη δημιουργία ένστολων φυλάκων, χωρίς ουσιαστικά προσόντα και απαιτήσεις για το δύσκολο επάγγελμα που επέλεγαν να υπηρετήσουν.
Καθυστέρησε η πολιτεία να δημιουργήσει σύγχρονα εκπαιδευτήρια για την βελτίωση της εκπαίδευσης και την εξειδίκευση των παρεχόμενων γνώσεων, καθυστέρησε να αντιληφθεί ότι αστυνομικός είναι ένστολος πολίτης με δικαιώματα και υποχρεώσεις, καθυστέρησε να αντιληφθεί ότι η αστυνομία είναι μέρος της δημόσιας διοίκησης και δεν επιτρέπεται να λειτουργεί ξεκομμένα, πέρα και πάνω από τις άλλες κρατικές υπηρεσίες, τους οργανισμούς της τοπικής και νομαρχιακής αυτοδιοίκησης, από την ίδια την κοινωνία και τους φορείς της.

Κυρίες και κύριοι,

Όλοι γνωρίζουμε ότι μόλις πριν από ένα χρόνο καταργήθηκε ο αναχρονιστικός θεσμός του υπουργείου Δημόσιας Τάξης και η Ελληνική Αστυνομία υπήχθη στο υπουργείο Εσωτερικών.
Είναι γνωστό επίσης ότι ο υπουργός Εσωτερικών ανέπτυξε τη φιλοσοφία της κυβέρνησης για τη λειτουργία της Ελληνικής Αστυνομίας υπό τον νέο πλέον φορέα, αλλά η ίδια η διοίκηση είναι αμφίβολο αν έχει ακόμα αντιληφθεί τι σημαίνει αυτή η αλλαγή και κυρίως τι πρέπει να γίνει για να υπηρετηθεί με τον καλύτερο τρόπο από όλους αυτό το νέο εγχείρημα.

Θα αναφέρω εν συντομία τους άξονες της νέας πολιτικής που οραματίστηκε ο υπουργός Εσωτερικών, ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου κ. Προκόπης ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ για την Αστυνομία, πριν από ενάμισι χρόνο, παρουσιάζοντας στη Βουλή τις προγραμματικές θέσεις της κυβέρνησης και στη συνέχεια θα δούμε γιατί τις ανακαλώ στη μνήμη όλων μας.
Πρώτιστο μέλημά μας, είχε πει ο κ. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, είναι η διάθεση των κάθε είδους οργάνων της δημόσιας τάξης στην υπηρεσία του Ανθρώπου και του Πολίτη, με πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων του.

Προς την κατεύθυνση αυτή:
Α. Προχωρούμε σταδιακά στην επίλυση των εναπομεινάντων προβλημάτων του προσωπικού των ανωτέρω σωμάτων, τόσο σε θεσμικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο, ενισχύοντας τη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα σ’ αυτό και το κοινωνικό σύνολο.
Β. Μελετάται η ίδρυση επιτελικού οργάνου, συντονιστικού της δράσης της Ελληνικής Αστυνομίας, της Πυροσβεστικής και της προσφάτως ιδρυθείσας Ελληνικής Αγροφυλακής. Σκοπός της θεσμικής αυτής καινοτομίας είναι η αρμονική συνεργασία των Σωμάτων αυτών προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, χωρίς βεβαίως να θίγεται στον πυρήνα της η αυτοτέλεια του ρόλου και της αποστολής τους.
Αυτά είχε πει ο κ. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ στη βουλή, ενώ αργότερα, στο Επιτελείο μιλώντας ενώπιον των ανωτάτων αξιωματικών του Σώματος τόνιζε ότι «η δημιουργία του Υπουργείου Εσωτερικών, ως ενιαίου Υπουργείου το οποίο περιλαμβάνει τα θέματα του τέως Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, δεν είναι μια τεχνητή συγκόλληση Υπουργείων, όπως δυστυχώς συνέβη στο παρελθόν, όταν επιχειρήθηκε μια συνένωση, αλλά χάθηκε μια σημαντική ευκαιρία .
Η συνένωση αυτή είναι ουσιαστική. Έχει ως στόχο την αναβάθμιση των Σωμάτων Ασφαλείας και ιδίως της Ελληνικής Αστυνομίας».

Αυτά και άλλα πολλά και ουσιαστικά είχε πει ο κ. Υπουργός τα οποία στην ουσία συνιστούσαν αναβάθμιση όλων των Σωμάτων Ασφαλείας και δεν νομίζω ότι μπορεί να διαφωνήσει κανείς εδώ μέσα για τη σημαντικότητα του λόγου του. Το ερώτημα είναι γιατί δεν έχουν υλοποιηθεί όλα αυτά στον επιθυμητό βαθμό. Γιατί ως διοίκηση και ως πολιτεία εξακολουθούμε να μη δίνουμε τη βαρύτητα που απαιτείται στην εύρυθμη λειτουργία του αστυνομικού μας Οργανισμού και γιατί αντί των ουσιαστικών μέτρων να περιοριζόμαστε στη λήψη πρόσκαιρων αποφάσεων που δεν αντέχουν στο βάθος του χρόνου, ούτε στην κοινή λογική πολλές φορές;
Πέρυσι στο Συνέδριο μας είχα τονίσει ότι πρέπει να φτάσει στα αυτιά των καλοπροαίρετων ή κακοπροαίρετων που προσπαθούν ή διαδίδουν για δήθεν κατάργηση των μισθολογικών προαγωγών, τη συμμετοχή μας στα συμβούλια και στην ανατροπή του αντικειμενικού συστήματος μεταθέσεων, ότι αυτό αποτελεί για την Ομοσπονδία μας κόκκινη γραμμή. Μάλλον αυτό δεν έγινε κατανοητό ή δεν ακούσθηκε από όσους είχαν υποχρέωση να το ακούσουν και να το κατανοήσουν. Δεν διεκδικούμε περιοριστικά κάποια συντεχνιακά αιτήματα.
Η Ομοσπονδία μας και οι Πρωτοβάθμιες Ενώσεις έχουν ανοιχτές τις κεραίες και συνεχίζουν να πιάνουν τον παλμό των συναδέλφων καταγράφοντας ότι συμβαίνει γύρω μας και μας αφορά.
Είναι γνωστό, ότι η λειτουργία μας όλα αυτά τα χρόνια προσβλέπει, πέραν των άλλων και στο πως θα διασφαλίσουμε στο διηνεκές την ουσιαστική συνεργασία με τη Διοίκηση, εξασφαλίζοντας όμως τη διακριτότητα των ρόλων μας και κυρίαρχα πως θα μπορέσουμε να προσφέρουμε ακόμα και όταν η Διοίκηση δεν είναι σε θέση – για διαφόρους δικούς της ή άλλους λόγους – να ανταποκριθεί στο ρόλο της.
Δεν μας είναι καθόλου ευχάριστο, κρίνεται όμως επιβεβλημένο όταν δεν υπάρχει άλλος δρόμος, να καταφεύγουμε σε κινητοποιήσεις για την διεκδίκηση των αυτονόητων.
Δεν είναι συνδιοίκηση η ενημέρωση της Ομοσπονδίας από τη διοίκηση για πράγματα που πρόκειται να γίνουν για παρεμβάσεις, τροποποιήσεις σε θεσμικά προβλήματα που αφορούν την εργασιακή ειρήνη των συναδέλφων και άλλα ήσσονος σημασίας θέματα.
Απαντάμε σε αυτούς που δεν κατάφεραν ή δεν θέλησαν να διακρίνουν τον ρόλο μας ότι από την πρώτη στιγμή δηλώσαμε απερίφραστα πως πρέπει να καταδείξουμε νέα επίπεδα ωριμότητας και επιδιώξαμε καλές σχέσεις με την Πολιτική και Φυσική Ηγεσία για να πετύχουμε με εποικοδομητική συνεργασία τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Σε καμία περίπτωση αυτό δεν πρέπει να εκληφθεί ως αδυναμία αλλά θέλουμε να τονισθεί ότι έχουν περάσει οι καιροί που διεκδικούσαμε περιοριστικά κάποια ‘‘συντεχνιακά αιτήματα’’, έχουμε απορρίψει τη στείρα άρνηση και την αντιπαράθεση για την αντιπαράθεση.
Στη συνέχεια από την αναλυτική παράθεση του διεκδικητικού πλαισίου στην οποία θα αναφερθεί ο Γενικός Γραμματέας θα προκύψει η ανάγκη της ριζικής στροφής του Σώματος στην υπηρέτηση της κοινωνίας.

Συνάδελφοι,

Θα ξεχωρίσουμε από τις πολλές εκκρεμότητες που παραμένουν από το διεκδικητικό μας πλαίσιο την αναπροσαρμογή της νυχτερινής αποζημίωσης και της αύξησης της αποζημίωσης εργασίας πέραν του πενθημέρου ( έχουν παγώσει από το 2002 ), μιλάμε δηλαδή για τρία (3) ευρώ την ώρα και πενήντα (50) ευρώ την ημέρα αντίστοιχα και θα θέσω προς συζήτηση την καθιέρωση νέου βαθμολογίου με εισαγωγικό βασικό μισθό και την παράλληλη σταδιακή ενσωμάτωση επιδομάτων σε αυτόν με αναπροσαρμογή των ισχυόντων συντελεστών σε αναλογία ένα προς τρία ( 1 προς 3 ).

Κυρίες και κύριοι,

Αγωνιζόμαστε για μια καλύτερη Αστυνομία, μια Αστυνομία που χρειάζεται ανθρώπους γιατί την χρειάζονται οι άνθρωποι. Δίχως ανθρώπους ένας θεσμός είναι ένα σύστημα και το σύστημα δεν παράγει ασφάλεια αλλά αδράνεια.
Μια Αστυνομία που θα δίνει λύσεις όπου απαιτείται για την καταξίωση και την αναγνώριση του έργου μας από τους πολίτες για την αναβάθμιση της θέσης του Έλληνα Αστυνομικού στην κοινωνία.
Μια νέα Αστυνομία με ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό, τον επαγγελματισμό των στελεχών της σε όλα τα επίπεδα. Με τον όρο επαγγελματίας εννοούμε τον συνάδελφο που ναι μεν χαρακτηρίζεται από εξουσία, διέπεται όμως από μία αυτοτελή θεωρία, έχει καταφέρει να είναι κοινωνικά αποδεκτός, έχει έναν κώδικα ηθικών αξιών και βεβαίως επιζητεί διαρκώς την επαγγελματική επιμόρφωση για να ανταποκρίνεται στα καθήκοντα του με βάση την εξέλιξη της γνώσης έτσι ώστε να περιορίζει διαρκώς τα σφάλματά του.
Το οικοδόμημα αυτό του επαγγελματισμού πρέπει να στηρίζεται σε τρεις θεμελιώδεις ιδιότητες :

α) την ακεραιότητα του χαρακτήρα και τη συναίσθηση ευθύνης.
β) την γνώση και την ικανότητα και
γ) την εκπαίδευση.

Ζητάμε και επιδιώκουμε :

Α. αγαστή συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες και επιστημονικούς φορείς.

Β. αντιμετώπιση της εγκληματικότητας με προληπτικά μέτρα σε συνεργασία με κοινωνικές υπηρεσίες και οργανώσεις.

Γ. κοινωνικό έλεγχο της Αστυνομίας.

Δ. βελτίωση των συνθηκών εργασίας μας με γνώμονα της δράσης μας, την προάσπιση των συμφερόντων και των επιδιώξεων των συναδέλφων μας.

Συνάδελφοι,

Θέλω να τονίσω ότι πρέπει να διαχειριζόμαστε το προσωπικό με επιείκεια, καλοσύνη και δικαιοσύνη, να σκύβουμε στα προβλήματα του, να κατανοούμε τις ανάγκες του, να συγχωρούμε τα λάθη του, και να το εμπνέουμε απαιτώντας παράλληλα με τον ουσιαστικό έλεγχο το αυτονόητο, δηλαδή την υλοποίηση αυτού για το οποίο έχουμε ταχθεί :
Να διασφαλίζουμε το δικαίωμα των συμπολιτών μας, να ζούνε, να εργάζονται και να δημιουργούν σε ένα ασφαλές περιβάλλον.

Κυρίες και κύριοι,

Με ηρεμία και αποφασιστικότητα μαχόμαστε και προωθούμε λύσεις για τα προβλήματα που απασχολούν τον οργανισμό μας και την σχέση του με την κοινωνία.
Ζητάμε την εμπιστοσύνη σας και σας διαβεβαιώνουμε ότι επιτελούμε το καθήκον μας και όραμά μας είναι η προσφορά καλύτερων υπηρεσιών στην κοινωνία και το έθνος.

Σας καλούμε να στηρίξετε τον αγώνα μας για να δώσουμε στην κοινωνία ασφάλεια και στους ανθρώπους ανθρωπιά.

Σας ευχαριστώ.